- ανώφλι
- το (Μ ἀνώφλιον)το επάνω μέρος της πόρτας, φτιαγμένο από ξύλο, πέτρα ή άλλο υλικό, το υπέρθυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. ουσ.) ανώφλιον < άνω + φλιά «παραστάδα θύρας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανώφλι — το το πάνω μέρος της πόρτας ή του παράθυρου: Το ανώφλι της πόρτας ήταν μαρμάρινο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατραχ(ε)ιούς — βατραχ(ε)ιοῡς, οῡν (Α) 1. ο βατράχειος 2. το ουδ. ως ουσ. Βατραχιούν, το δικαστήριο των Αθηνών, με πράσινο χρώμα στο ανώφλι της αυλόθυρας … Dictionary of Greek
επιθύριος — ἐπιθύριος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κρεμασμένος πάνω στην πόρτα («ἐπιθύριοι ἀσπίδες») 2. ο στερεωμένος, ο μπηγμένος πάνω στην πόρτα («ἐπιθύριοι ἧλοι») 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθύριον το πάνω μέρος τής θύρας, το ανώφλι … Dictionary of Greek
ζευγίον — ζευγίον, τὸ (Α) το λίθινο ανώφλι ή κατώφλι τής διπλής πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος. Αναφέρεται στα δύο φύλλα τής πόρτας] … Dictionary of Greek
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek
καταφλιά — καταφλιά, ἡ (Α) φρ. «καταφλιὰ τῆς θύρας» η αίθουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φλιά «ανώφλι»] … Dictionary of Greek
οπισθόθολος — ο 1. θόλος που βρίσκεται πάνω από το άνοιγμα θύρας ή παραθύρου, που το καμπύλο τμήμα τής όψης του διαφέρει από το καμπύλο τμήμα τού βάθους 2. θόλος θύρας ή παραθύρου με τοξοειδές ανώφλι ο οποίος περιορίζει από πάνω την εύρυνση τής θύρας ή τού… … Dictionary of Greek
υπέρθυρο — το / ὑπέρθυρον, ΝΑ το ανώφλι πόρτας ή παραθύρου αρχ. γείσο πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θυρον (< θύρα), πρβλ. πρό θυρον] … Dictionary of Greek
υπερτόναιον — τὸ, Α το ανώφλι πόρτας ή παραθύρου, υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρτονος + κατάλ. αιος*] … Dictionary of Greek
φλιά — η, ΝΑ, και φλειά Α κατώφλι αρχ. 1. παραστάδα πόρτας 2. παραστάδα ονίσκου («φλιαί, τὰ ἐκατέρωθεν τοῡ βάθρου ὄρθια ξύλα, ἐν οἷς οἱ ἄξονες περιέχονται», Ερωτιαν.) 3. ανώφλι 4. (κατά τον Ησύχ.) «φλιή, πρόθυρον». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ … Dictionary of Greek